σμέρνα

σμέρνα
Ορεινός οικισμός (300 κάτ., υψόμ. 650 μ.), στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15τ. χλμ., 300κάτ.).
* * *
και σμύρνα, η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ιοβόλου ψαριού τών θερμών θαλασσών Μuraena helena που ανήκει στην οικογένεια μυραινίδες τής τάξης άποδες, το οποίο έχει οφιοειδές, γλοιώδες και χωρίς λέπια σώμα, αφθονεί στην Μεσόγειο και έχει εύγευστη σάρκα, η μύραινα
2. συνεκδ. το συγγενικό με το προηγούμενο είδος ψαριού Gymnothorax unicolor τών ελληνικών θαλασσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμύραινα / μύραινα*, μέσω ενός μσν. τ. *σμέρινα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σμέρνα — σμέρνα, η και σμύρνα, η είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύραινα — (muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει… …   Dictionary of Greek

  • σμυναριά — η, Ν το ψάρι μύραινα, η σμέρνα («γυρνούν τα φίδια στη στεριά κι οι σμυναριές στον πάτο», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμέρνα, πιθ. διαλ.] …   Dictionary of Greek

  • Zacharo — Gemeinde Zacharo Δήμος Ζαχάρως …   Deutsch Wikipedia

  • ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… …   Dictionary of Greek

  • σμύρνα — Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει… …   Dictionary of Greek

  • μύραινα — η είδος ψαριού που μοιάζει με το χέλι, η σμέρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμύρνα — η 1. είδος αρωματικού φυτού. 2. είδος ψαριού, η σμέρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”