σμέρνα — σμέρνα, η και σμύρνα, η είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύραινα — (muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει… … Dictionary of Greek
σμυναριά — η, Ν το ψάρι μύραινα, η σμέρνα («γυρνούν τα φίδια στη στεριά κι οι σμυναριές στον πάτο», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμέρνα, πιθ. διαλ.] … Dictionary of Greek
Zacharo — Gemeinde Zacharo Δήμος Ζαχάρως … Deutsch Wikipedia
ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… … Dictionary of Greek
σμύρνα — Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει… … Dictionary of Greek
μύραινα — η είδος ψαριού που μοιάζει με το χέλι, η σμέρνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμύρνα — η 1. είδος αρωματικού φυτού. 2. είδος ψαριού, η σμέρνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)